🇬🇧 en el 🇬🇷
in fact
/ɪnˈfækt/
|
|
|---|---|
|
στην πραγματικότητα, πράγματι, όντως |
Wiktionary Links
- English: in fact
in fact
/ɪnˈfækt/
|
|
|---|---|
|
στην πραγματικότητα, πράγματι, όντως |